Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση και την υπόθεση για την άνοδο των επιτοκίων των ομολόγων των Ευρωπαϊκών χωρών, εδώ ίσως είναι απαραίτητο να εξηγηθεί πώς διαμορφώνονται τα επιτόκια των υπο διαπραγμάτευση ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές.
Όταν κάποιος εκδίδει ένα ομόλογο αυτό έχει μια συγκεκριμένη ονομαστική τιμή και ένα συγκεκριμένο επιτόκιο. Υπάρχουν μερικοί τρόποι για να καθοριστεί η αρχική τιμή έκδοσης και το πώς πληρώνεται το επιτόκιο αλλά η πιο τυπική περίπτωση είναι αρχική τιμή έκδοσης 100% της ονομαστικής αξίας του ομολόγου και επιτόκιο Χ%. Η ονομαστική αξία είναι η τιμή πάνω στην οποία υπολογίζεται το κέρδος του επενδυτή με το συγκεκριμένο επιτόκιο. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε ομόλογο που αγοράζω θα πληρωθώ Χ% το χρόνο επί της ονομαστικής αξίας (οι πληρωμές συμβαίνουν ανά 6 μηνο συνήθως). Τα ομόλογα κόβονται συνήθως σε διάφορες μονάδες ονομαστικής αξίας. Πχ 1000Ευρώ, 5000Ευρώ κλπ αν το ομόλογο εκδίδεται σε Ευρώ. Το ομόλογο έχει και μια συγκεκριμένη διάρκεια ζωής πχ Τ χρόνια. Υπάρχουν πολλοί τύποι ομολόγων αλλά για το παρόν παράδειγμα θα αναφέρω μόνο τη στάνταρ περίπτωση. Έτσι λοιπόν αν αποφασίσω να επενδύσω 1000 Ευρώ σε 10ετή Ελληνικά ομόλογα με ετήσιο επιτόκιο 5% τότε θα λαμβάνω πληρωμές κάθε χρόνο 50Ευρώ από την Ελλάδα και στο τέλος της 10ετίας, αν κρατήσω το ομόλογο ως τη λήξη του, θα λάβω και τα 1000 Ευρώ που ήταν το αρχικό μου κεφάλαιο που δάνεισα στην Ελλάδα. Όμως στην αγορά ομολόγων υπάρχει και η δευτερογενής αγορά (όπως και στις απλές μετοχές) όπου τα εκδοθέντα ομόλογα διαπραγματεύονται αμέσως μετά την έκδοσή τους στην πρωτογενή. Έτσι πχ αν εγώ υποθέσουμε ότι συμμετείχα στην πρωτογενή έκδοση ομολόγων (αυτό συμβαίνει κυρίως μέσω των τραπεζών, των επενδυτικών μετοχικών κεφαλαίων, θεσμικών επενδυτών και των ντηλερς) και επένδυσα 1000 Ευρώ τότε μου δίνεται η ευκαιρία να διαπραγματευτώ το ομόλογο στην δευτερογενή και να το πουλήσω αν για κάποιο λόγο δεν επιθυμώ να το κρατήσω μέχρι την ημερομηνία που λήγει.
Και εδώ είναι το ζητούμενο. Ποιά είναι η τιμή πώλησης (και αγοράς) του ομολόγου στη δευτερογενή αγορά; Αν οι οικονομικές συνθήκες είναι ακριβώς ίδιες με τη χρονική περίοδο κατά την οποία αγόρασα το ομόλογο τότε είναι πιθανόν να βρεθεί κάποιος αγοραστής να το αγοράσει ακριβώς στην ίδια τιμή που το αγόρασα δηλαδή στο 100% της ονομαστικής του αξίας. Έτσι θα το πουλήσω δηλαδή πάλι 1000 ευρώ. Όμως η δευτερογενής αγορά είναι μια αγορά που επηρεάζεται από την συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία του χρόνου που γίνεται η διαπραγμάτευση. Για παράδειγμα αν εν τω μεταξύ νέα ομόλογα ισοδύναμης πιστοληπτικής ποιότητας (εδώ μπαίνουν οι εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης) και ίδιας χρονικής διάρκειας με αυτό που έχω εγώ έχουν εκδοθεί και για κάποιο λόγο προσφέρουν μεγαλύτερο επιτόκιο από το 5% που έχουν τα δικά μου τότε είναι λογικό οι επενδυτές να προτιμούν τα νέα ομόλογα γιατί επενδύοντας το ίδιο κεφάλαιο μπορούν να επιτύχουν καλύτερη απόδοση λόγω του μεγαλύτερου επιτοκίου. Έτσι σε μια ελεύθερη αγορά που επικρατούν κυρίως οι δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης εγώ που προσφέρω το παλιότερο ομόλογο θα αναγκαστώ να συμφωνήσω σε τιμή πώλησης μικρότερη της ονομαστικής που είχα πληρώσει ας πούμε Π2<Π1 (Π1 η αρχική τιμή 100% της ονομαστικής) έτσι ώστε η τιμή αυτή με το ετήσιο επιτόκιο των 5% των ομολόγων μου να έχουν ανταγωνιστική απόδοση σαν επένδυση με την απόδοση των νέων ομολόγων που προσφέρονται στα 100% της ονομαστικής τους αλλά με μεγαλύτερο ετήσιο επιτόκιο.
Συνεπώς δέχομαι να χάσω μέρος του αρχικού μου κεφαλαίου πουλώντας τα ομόλογα που είχα αγοράσει στο 100% της ονομαστικής τους σε τιμή μικρότερη αυτής, προκειμένου να ανταγωνιστούν τα νέα ως επενδυτική απόδοση. Για παράδειγμα, αν αυτά πουληθούν στα 98% της ονομαστικής τους, ο νέος αγοραστής καταβάλει 980 Ευρώ για να πάρει τα ίδια ακριβώς 10ετή ομόλογα με ετήσιο επιτόκιο 5% που είχα προμηθευτεί εγώ στα 1000 Ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι το 5% ετήσιο επιτόκιο που θα λαμβάνει υπολογίζεται επί της ονομαστικής αξίας του ομολόγου που συνεχίζει να είναι η αρχική δηλ. τα 1000 Ευρώ. Συνεπώς εκείνος, κάνοντας μια επένδυση με 980 ευρώ εξακολουθεί να λαμβάνει 50 Ευρώ το χρόνο από τον δανειζόμενο. Η απόδοση αυτή των 50 Ευρώ αντιστοιχεί στο 5.1% του νέου επενδυόμενου κεφαλαίου των 980 Ευρώ. Αυτό στην ουσία διαμορφώνει και το "ισοδύναμο επιτόκιο" του ομολόγου στην δευτερογενή αγορά. Σε αυτά τα επιτόκια αναφέρονται συνήθως τα δελτία ειδήσεων όταν μιλούν για spreads επιτοκίων σε σχέση με κάποιο άλλο επιτόκιο αναφοράς όπως στα Γερμανικά που θεωρούνται και τα πιο σταθερά από άποψη πιστοληπτικής αξιολόγησης του Γερμανικού κράτους. Με λίγα λόγια αν ένα Γερμανικό 10ετές ομόλογο με επιτόκιο 3% διαπραγματεύεται στη δευτερογενή αγορά στο 100% της ονομαστικής του αξίας και ένα Ελληνικό επίσης 10ετές με επιτόκιο 5% στο 70% της ονομαστικής του αξίας έκδοσης το spread θα υπολογιστεί ως 7.14%-3% = 4.14% όπου 7.14% είναι το επενδυτικά ισοδύναμο επιτόκιο των Ελληνικών ομολόγων δεδομένου ότι διαπραγματεύονται στο 70% της ονομαστικής τους αξίας [Υπολογισμός: Για κάθε 70 ευρώ που επενδύονται για αγορά του Ελληνικού ομολόγου ο επενδυτής λαμβάνει 5% τόκο της ονομαστικής αξίας του ομολόγου η οποία είναι 100, δηλαδή ο τόκος είναι 5 Ευρώ. 5 Ευρώ στα 70 ευρώ, ισοδυναμούν με 7.14% απόδοση]. Συνεπώς είναι πλέον εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η αύξηση του "ισοδύναμου επιτοκίου" ενός ομολόγου στη δευτερογενή αγορά προκύπτει όταν το ομόλογο έχει στην ουσία χάσει μέρος της ονομαστικής του αξίας. Σημ: Για διαφορετικούς λόγους τα "ισοδύναμα επιτόκια" ομολόγων στη δευτερογενή αγορά μπορούν να διαμορφωθούν κάτω από το αρχικό της έκδοσης, εάν η τρέχουσα τιμή του ομολόγου διαπραγματεύεται πάνω από το 100% της ονομαστικής (Αυτό μπορεί να συμβεί αν πχ η κεντρική τράπεζα ρίξει τα επιτόκια δανεισμού της διατραπεζικής αγοράς . Αυτό σχολιάζεται στην επόμενη παράγραφο).
Το παραπάνω παράδειγμα περιγράφει τι γίνεται με τις τιμές των διαπραγματευόμενων ομολόγων στη δευτερογενή αγορά όταν νέα ομόλογα εκδίδονται και χτυπούν την αγορά με μεγαλύτερο επιτόκιο. Οι τιμές των παρόντων ομολόγων πέφτουν έτσι ώστε υπολογίζοντας το επιτόκιο της ονομαστικής τους αξίας να τα κάνουν ισοδύναμης επενδυτικής απόδοσης με τα νέα για το ίδιο θεωρητικό ρίσκο. - Σημείωση: Αν αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο κάποιος που εκδίδει νέα ομόλογα ίδιας ποιότητας ρίσκου με τα τωρινά αποφασίζει να προσφέρει μεγαλύτερο επιτόκιο η πιο απλή εξήγηση (αν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες δεν έχουν αλλάξει) αφορά το υπάρχον επιτόκιο δανεισμού που θέτουν οι κεντρικές τράπεζες, το λεγόμενο Fed Funds rate για την περίπτωση της Fed των ΗΠΑ για παράδειγμα το οποίο καθορίζει το επιτόκιο διατραπεζικού δανεισμού που είναι υποχρεωμένες οι τράπεζες να απαιτούν η μία από την άλλη όταν δανείζονται μεταξύ τους για να κρατήσουν στο απαιτούμενο επίπεδο τα τραπεζικά αποθεματικά κάτι το οποίο επίσης καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα. Όταν αυτό το επιτόκιο λοιπόν αυξάνεται και οι τράπεζες αναγκάζονται να δανείζουν μεταξύ τους σε επιτόκια μεγαλύτερα από αυτά που ήταν προηγουμένως τότε για να δανείσουν οι ίδιες ένα κράτος ή κάποιον που εκδίδει ένα ομόλογο, θα απαιτήσουν με τη σειρά τους μεγαλύτερο επιτόκιο.
Τώρα πέρα από το παραπάνω σχετικά απλό παράδειγμα, αυτό που περεταίρω καθορίζει την αξία των υπό διαπραγμάτευση ομολόγων στη δευτερογενή αγορά είναι οι αξιολογήσεις των οίκων, και η γενική εκτίμηση του επενδυτικού κοινού για το ρίσκο επένδυσης σε ομόλογα κάποιου τύπου. Επιπλέον, πολλά συντηρητικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια έχουν όρους μέσα στα καταστατικά τους που θέτουν κάποιο όριο στην αγορά ή διατήρηση ομολόγων κάτω από συγκεκριμένες βαθμίδες αξιολόγησης. Αν λοιπόν βγουν οι οίκοι Moodys , Fitch και S&P και υποβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα ενός χορηγού ομολόγων κάτω από αυτά τα όρια, αυτόματα τα συγκεκριμένα κεφάλαια είναι υποχρεωμένα να πουλήσουν πιέζοντας στην ουσία τις τιμές ακόμα περισσότερο προς τα κάτω. Ο λόγος πίεσης των τιμών των Ελληνικών και άλλων Ευρωπαϊκών ομολόγων σε αυτή τη χρονική περίοδο εμπίπτουν στους λόγους που περιγράφονται σε αυτήν την παράγραφο μιας και φυσικά η ΕΚΤ δεν έχει αλλάξει τα επιτόκια διατραπεζικού δανεισμού εδώ και καιρό. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η πίεση των τιμών προς τα κάτω των ήδη εκδοθέντων ομολόγων στην δευτερογενή αγορά αυτή καθεαυτή δεν αυξάνει το κόστος δανεισμού αυτού που έχει εκδώσει τα ομόλογα. Αυτός δανείστηκε στην πρωτογενή αγορά και εκεί τελείωσε. Όμως εφόσον ο δανειζόμενος είναι υποχρεωμένος να ξανά βγει να δανειστεί εκδίδοντας νέα ομόλογα και αν θέλει να συγκεντρώσει προσφορές θα πρέπει τα νέα ομόλογα να προσφέρουν ανταγωνιστικό επιτόκιο με αυτά που διαπραγματεύονται ήδη στη δευτερογενή αγορά.
Τα παραπάνω σχετικά με την ονομαστική αξία των ομολόγων εξηγούν επίσης και το λόγο για τον οποίο οι τιμές των ομολόγων από τις διάφορες υπηρεσίες τιμών αγορών δίνονται στην κλίμακα σε σχέση με την ονομαστική αξία του ομολόγου. Για παράδειγμα σε αυτόν τον πίνακα ομολόγων επιχειρήσεων στο Yahoo Finance. Δεν διαπραγματεύονται όλα τα ομόλογα κατά τον ίδιο τρόπο
Αν κάποιος επιθυμεί να ψάξει περισσότερες πληροφορίες ή να επαληθεύσει τα παραπάνω το Ίντερνετ έχει πολλές πηγές. Μια πολύ καλή είναι η "εγκυκλοπαίδεια" ειδικευμένη στα οικονομικά γνωστή και ως Investopedia.
No comments:
Post a Comment